δισκάριον

δισκάριον
δισκάριον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δισκάρια — δισκάριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστερίσκος — ο (AM ἀστερίσκος) [αστήρ] 1. μικρός αστέρας 2. σημείο των Γραμματικών της Αλεξάνδρειας που χαρακτηρίζει τα κείμενα που δεν παρουσιάζουν πρόβλημα γνησιότητας (αντίθετα με τον οβελό [*], που δηλώνει τα κείμενα που πρέπει να εξοβελιστούν ως νόθα).… …   Dictionary of Greek

  • δισκάρι — το (AM δισκάριον) [δίσκος] μικρός δίσκος μσν. νεοελλ. εκκλ. δισκάριο(ν) ή «άγιο δισκάριο(ν)» λειτουργικό σκεύος, δίσκος όπου τοποθετείται ο άρτος τής προσφοράς κατά την τέλεση τής θείας λειτουργίας νεοελλ. «δισκάρι βουνού» επίπεδος τόπος σε βουνό …   Dictionary of Greek

  • ДИСКОС — со звездицей. 2 я пол. XIV в. (мон рь Ватопед, Афон) Дискос со звездицей. 2 я пол. XIV в. (мон рь Ватопед, Афон) [греч. δίσκος диск, блюдо], в христ. богослужении один из священных сосудов, используемых при совершении таинства Евхаристии.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”